- πρεσβυωπία
- Η αδυναμία να διακρίνει κάποιος καλά τα κοντινά αντικείμενα. Οφείλεται στη μείωση της ικανότητας προσαρμογής του κρυσταλλοειδή φακού, η κυρτότητα του οποίου δεν αυξάνεται όταν το άτομο που πάσχει από π. παρατηρεί αντικείμενα που βρίσκονται κοντά του. Η πάθηση αυτή παρατηρείται συχνά μετά τη μέση ηλικία του ανθρώπου. Πολλές φορές η π. συγχέεται με την υπερμετρωπία, επειδή και στις δυο περιπτώσεις τα άτομα δεν μπορούν να διακρίνουν καθαρά τα αντικείμενα που βρίσκονται σε μικρή απόσταση από αυτά. Τόσο η π. όσο και η υπερμετρωπία, διορθώνονται με αμφίκυρτους φακούς αλλά ενώ ο υπερμέτρωπας μπορεί όταν φοράει κατάλληλους φακούς να βλέπει καθαρά σε οποιαδήποτε απόσταση, ο πρεσβύωπας δεν βλέπει μακριά όταν χρησιμοποιεί τους διορθωτικούς φακούς του.
* * *η, Νιατρ. απώλεια τής ικανότητας τού ματιού να εστιάζει ευκρινώς επάνω σε κοντινά αντικείμενα λόγω τής μειούμενης ελαστικότητας τού κρυσταλλοειδούς φακού, απώλεια η οποία συναρτάται συνήθως με την πρόοδο τής ηλικίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. presbyopia (< πρεσβύωψ). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.